- χηραμοδύτης
- χηρᾰμοδύτης, ου, ὁ,A one who creeps into holes, AP7.295 (Leon.) ([pron. full] ῡ metri gr., nisi leg. χηρδύπτης).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χηραμοδύτης — ου, ὁ, Α αυτός που εισδύει έρποντας μέσα σε τρύπες, τρωγλοδύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χηραμός «κοίλωμα, οπή, σπήλαιο» + δύτης (< δύτης < δύω), πρβλ. λωπο δύτης, τρωγλο δύτης] … Dictionary of Greek
χηραμοδύτην — χηραμοδύτης one who creeps into holes masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)